μεσεγκέφαλος

μεσεγκέφαλος
Τμήμα του μεγάλου εγκεφάλου, που βρίσκεται ανάμεσα στα ημισφαίριά του και στην παρεγκεφαλίδα. Αποτελεί τη δεύτερη διόγκωση του εμβρυϊκού νευρικού σωλήνα, που αναπτύσσεται στο τετράδυμο, στον υδραγωγό του Sylvius και στα εγκεφαλικά σκέλη. Σε παθήσεις του μ. οφείλονται οι διαταραχές του ύπνου, η υπνηλία, ο λήθαργος, η αϋπνία, καθώς και διάφορες διαταραχές των ματιών.
* * *
ο
1. βιολ. το τρίτο, μετά τον τηλεγκέφαλο και τον διεγκέφαλο, τμήμα τού πενταμερούς εγκεφάλου τών σπονδυλοζώων
2. ανατ. το μεσαίο τμήμα τού εγκεφαλικού στελέχους που αναπτύσσεται από το μέσο εγκεφαλικό κυστίδιο τού εμβρύου και το οποίο αποτελείται από την καλύπτρα με τα πρόσθια και οπίσθια διδύμια και από τα εγκεφαλικά σκέλη, διασχίζεται δε από τον υδραγωγό τού Σύλβιους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”